- πηγαδάς
- ο мастер по рытью колодцев
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πηγαδάς — ο, Ν [πηγάδι] αυτός που ανοίγει πηγάδια … Dictionary of Greek
πηγαδάς — ο αυτός που ανοίγει πηγάδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πηγάδας — πηγάς hoar frost fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεατωρύχος — ο εργάτης που σκάβει πηγάδια, ο πηγαδάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)